Η χειροτονία του Χωρεπισκόπου Νικόλαου. Αριστερά ο Επίσκοπος Αρτέμιος, δεξιά ο Χωρεπίσκοπος Νικόλαος.
Ο Κύριος Χριστός, ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Υιός του Θεού, έχοντας έρθει στη γη, κι έχοντας λάβει την ανθρώπινη φύση, θεοποίησε κι έσωσε τη φύση αυτή. Αυτή η ευαγγελική αλήθεια ανοίγει το δρόμο θέωσης και σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους. Αυτή η σωτηρία της ανθρώπινης φύσης, ως θαυμασιότατο γεγονός στην ιστορία του κόσμου, παρήγαγε ένα ακόμη θαυμάσιο γεγονός – τη δημιουργία της Εκκλησίας του Χριστού. Μέσα στον Εαυτό Του, σύμφωνα με το ευλογημένο θέλημα του Πατέρα και μέσω του Αγίου Πνεύματος, ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία Του στη γη, και μέσα σ’ Αυτή ως στο δικό Του θησαυρό, τοποθέτησε εντελώς τον Εαυτό Του, ολόκληρη την απερίγραπτη, θεανθρώπινη Του Προσωπικότητα, στην ολότητα του θεϊκού πλούτου και της παντοδυναμίας. Για αυτό το λόγο, η Εκκλησία ονομάζεται το Σώμα του Χριστού, του οποίου ο Χριστός είναι αιώνιος και μόνος Κεφάλι-Αρχηγός. Συνεπώς, το Άγιο Πνεύμα μέσω του στόματος του οσίου Ιουστίνου από τη μονή Τσέλιε, μας ειδοποιεί: “Η Εκκλησία – Αυτή είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός επεκτεινόμενος διά μέσου των αιώνων και ολόκληρης της αιωνιότητας“. Στην Εκκλησία, σαν στο θησαυρό σωτηρίας και θέωσης μας, βρίσκεται ολόκληρος ο Χριστός, με χάρη του Αγίου Πνεύματος μέσω της αλήθειας της ευαγγελικής, αποστολικής και αγιοπατερικής ορθόδοξης πίστης και μέσω της ευχάριτος, μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας. Καθώς ο άνθρωπος αποτελείται από την ψυχή και το σώμα, ούτω κι ο οργανισμός της Εκκλησίας αποτελείται από την “ψυχή“ που είναι η Ορθοδοξία, κι από ένα “σώμα“ που είναι τα μέλη της Εκκλησίας, ο λαός του Θεού ενωμένος σε μια και μοναδική ορθόδοξη θρησκεία και στην εύχαρι, μυστηριακή, ιερά ζωή της Εκκλησίας, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: ῾Υμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους (Α’ Κορ. 12 ,27).
Σχετικά με αυτό, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ρωτάει και απαντάει: Τι είναι αυτό, που το λένε “ένα σώμα“; Αυτό είναι όλοι οι πιστοί απ’ όλα τα άκρα της οικουμένης, οι οποίοι ζουν τώρα, ζούσαν και θα ζουν. Ακόμη κι αυτοί που υπηρέτησαν το Θεό μέχρι την άφιξη του Χριστού. Γιατί; Επειδή κι αυτοί αναγνώρισαν το Χριστό. Η αληθινή γνώση του Χριστού είναι πιθανή μόνο μέσω της ίδιας της θρησκείας, την οποία κήρυττε ο Ίδιος ο Χριστός, δηλώνοντας τη σωτήρια Του διδαχή κατά τη διάρκεια της παραμονής Του στη γη. Αυτή η αμετάβλητη πίστη, την οποία παρέδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους, σχεδιασμένη και καθορισμένη από τους Αγίους Πατέρες, η οποία μας δόθηκε ως διατύπωση των Ιερών Δογμάτων της Ορθοδοξίας, παρουσιάζει την ειδική “ψυχή“ της Εκκλησίας. Το ίδιο το σώμα της Εκκλησίας αποτελείται από τα μέλη της, ενωμένα με χάρη του Αγίου Πνεύματος σε μια πίστη και στα Ιερά Μυστήρια. Για αυτό το λόγο, μιλάμε ότι αυτή η εξωτερική εμφάνιση της Εκκλησίας, δηλαδή ο πιστός λαός (με επικεφαλής τον κλήρο) συγκεκλημένος από το Άγιο Πνεύμα στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, αποτελεί το “σώμα“ της Εκκλησίας. Καθώς ολόκληρος ο άνθρωπος αποτελείται από την ψυχή και από το σώμα, ούτω κι η Εκκλησία, σε ολόκληρη την έννοια της, ως θεανθρώπινος οργανισμός, ως Σώμα του Χριστού, αποτελείται από τέτοια “ψυχή“ κι από τέτοιο “σώμα“, όπως αναφέραμε παραπάνω. Δεν είναι εύκολο να καθορίσουμε την Εκκλησία, κι επομένως, κανένας ορισμός δεν μπορεί να συμπεριλάβει ολόκληρη την θεανθρώπινη βαθύτητα και το αγιοπνευματικό πλάτος της Εκκλησίας. Αυτός ο εν λόγω ορισμός (καλύτερα να πούμε η σύγκριση) είναι γενικευμένος κι απλοποιημένος, αλλά αρκετά σαφές παρουσιάζει την αληθινή έννοια και το περιεχόμενο της Εκκλησίας.
Στην Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, τα πάντα που δόθηκαν από τον ίδιο το Χριστό, μέσω των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και του Αγίου Πνεύματος – τα Ιερά Δόγματα, οι Ιεροί Κανόνες, η εξωτερική διάπλαση της Εκκλησίας, η λειτουργική της παράδοση, κυριολεκτικά όλα που η Εκκλησία έχει στη δική της Ιερά Παράδοση, παραδόθηκαν στην Εκκλησία και σ’ εμάς, στους ορθόδοξους χριστιανούς, για να εκπληρωθούν τα εξής:
1. για να προστατευτεί και να διατηρηθεί η ολότητα της “ψυχής“ και του “σώματος“ της Εκκλησίας. Λοιπόν, όλα αυτά που υπάρχουν στην Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, δόθηκαν με σκοπό την προστασία της Ορθοδοξίας, της δογματικής ψυχής της Εκκλησίας – από την κακοδοξία, και με σκοπό τη διατήρηση του εκκλησιαστικού ποιμνίου, των φορέων της Ορθοδοξίας, δηλαδή του πιστού λαού με επικεφαλής τον κλήρο – από τους πνευματικούς λύκους, από τους αιρετικούς και τους σχισματικούς (επειδή οι αιρετικοί είναι ταυτόχρονα οι αληθινή σχισματικοί). Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα Ιερά Δόγματα και τα δογματικά αγιοπατερικα έργα δημιουργήθηκαν κυρίως ως αποτέλεσμα της αντίστασης των Αγίων Πατέρων (διδασκάλων της Εκκλησίας), καθώς χωριστά ούτω και συνοδικώς στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, εναντίον κάποιων εμφανισμένων αιρέσεων και κακοδοξιών κατά τη διάρκεια της μακριάς, μαρτυρικής ιστορίας της Εκκλησίας.
2. για να εξουσιοδοτηθεί η Εκκλησία μέχρι το τέλος του κόσμου να κάνει την ιεραποστολή σωτηρίας του ανθρώπινου γένους, μέσω του κηρύγματος της αληθινής ορθόδοξης θρησκείας και μέσω των Ιερών Θεϊκών Μυστηρίων. Η σωτηρία προορίζεται για όλους αυτούς που την δέχονται με την ελεύθερη βούληση και με το ανδραγάθημα, δηλαδή για εκείνους οι οποίοι είναι τα μέλη της Εκκλησίας και προσπαθούν να τηρούν τις εντολές του Θεού.
Επομένως, ολόκληρη η παράδοση της Εκκλησίας ακριβώς υπάρχει με τους δύο αναφερόμενους στόχους, κι ούτω εννοήθηκε για να μπορεί η Εκκλησία να διασχίσει ασφαλώς (τηρώντας την παράδοση αυτή μαζί με τους συγκεκλημένους ανθρώπους εντός της Εκκλησίας) όλες τις θύελλες της ιστορίας όπου βρέθηκε συχνά και βρίσκεται σ’αυτόν τον κόσμο, και να συνεχίζει να είναι ευκολώς και περαιτέρω το πλοίο σωτηρίας για όλους τους ορθόδοξους βαπτιζόμενους ανθρώπους εντός του.
Για να μπορεί να κάνει η Εκκλησία την ιεραποστολή της, πρέπει η Εκκλησία να συντηρηθεί εντελώς σ’ εκείνη την ιστορική θύελλα, καθώς με την έννοια της δογματικής της “ψυχής“, ούτω με την έννοια του μυστηριακού ευχάριτος της “σώματος“, που είναι ο λαός του Θεού. Ειδικά, η δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας δόθηκε με σκοπό τη διατήρηση της ίδιας της Εκκλησίας, της “ψυχής“ της, του “σώματος“ της, δηλαδή της Ορθοδοξίας (με την οποία η Εκκλησία είναι Εκκλησία) και της χάρης του Θεού στη μυστηριακή-συνοδική ζωή της Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της μακριάς της ιστορίας, η Εκκλησία διέσχισε και διασχίζει διαφορετικούς πειρασμούς, διαφορετικές ταλαιπωρίες, ταραχές και εισβολές των εσωτερικών ή εξωτερικών εχθρών. Οι εχθροί της Εκκλησίας είναι αυτοί, οι οποίοι σκοτώνουν την “ψυχή“ της, δηλαδή οι οποίοι καταστρέφουν την Ορθοδοξία. Αλλά και αυτοί επίσης, οι οποίοι ξεσκίζουν το “σώμα“ της, δηλαδή αναιρούν και καταστρέφουν την συνοδικότητα της, εκφραζόμενη μέσω της ενότητας στην πίστη και στα Ιερά Μυστήρια. Σήμερα η Εκκλησία αντιμετωπίζει αυτά τα δύο είδη του εχθρού, επειδή οι αιρετικοί οικουμενιστές καταστρέφουν την ιερά ορθόδοξη ομολογία της πίστης σχετικά με το Σύμβολο της Πίστεως, ενώ οι μεταρρυθμιστές της εκκλησιαστικής παραδόσεως (πρωτίστως της λειτουργικής παραδόσεως) καταστρέφουν την μυστηριακή ενότητα της Εκκλησίας. Μέσω του αγώνα με όλες εκείνες τις ατυχίες, η Εκκλησία πήρε την αμέτρητη εμπειρία από τους αγίους διδασκάλους ή από τους ποιμένες της Εκκλησίας, και η Εκκλησία διατύπωσε την εμπειρία αυτή προσεκτικά και συνοδικώς ως θησαυρό στη δική της κανονική-νομική παράδοση. Για αυτό το λόγο, το κάθε πρόβλημα και η κάθε ατυχία που αφορούν την Εκκλησία και τους ανθρώπους που ζουν εντός της, πρέπει να λυθούν σύμφωνα με την εμπειρία των Αγίων Πατέρων, των πιο έμπειρων μαχητών της Ορθοδοξίας, των αληθινών δασκάλων, των συντακτών και των φορέων της εκκλησιαστικής παράδοσης. Η άποψη αυτή αποτελεί την κύρια κατεύθυνση, την οποία διατηρούσε μέχρι τώρα η Επαρχία Ράσκας-Πριζρένης και Κοσσόβου-Μετοχίας στην εξορία και με τη βοήθεια του Θεού συνεχίζει να το κάνει αυτό περαιτέρω. Σε κάθε πρόβλημα και σε κάθε δυστυχία που αφορούν την Εκκλησία δεν είναι καλό να σχεδιάζουμε οτιδήποτε με βάση την ανθρώπινη λογική, δεν πρέπει να ψάχνουμε λύση μέσω της εξυπνάδας, αλλά είναι απαραίτητο να βασιζόμαστε στην πατερική παράδοση της Εκκλησίας, επειδή οι Άγιοι Πατέρες είχαν εξετάσει σοφώς τα πάντα και μας παρέδωσαν την κληρονομιά, η οποία πρέπει να διατηρηθεί. Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε κάτι νέο. Είμαστε υποχρεωμένοι να ακούμε τη φωνή των Αγίων Πατέρων, να μαθαίνουμε την επιστήμη τους, την παράδοση τους, την εμπειρία τους. Και η φωνή και ο πατερικός λόγος των Αγίων Πατέρων ειδικά σαφές (ακόμη και με υποχρεωτικό τρόπο) μας δόθηκαν σε μορφή των Ιερών Κανόνων.
Η χειροτονία του Χωρεπισκόπου Μαξίμου. Αριστερά ο Επίσκοπος Αρτέμιος, δεξιά ο Χωρεπίσκοπος Μάξιμος.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη έννοια της Εκκλησίας, η κάθε ορθόδοξη επαρχία, βασισμένη στην ιερά παράδοση και την αποστολική διαδοχή της χάρης και της ορθόδοξης πίστεως, παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη εκκλησιαστική οντότητα και μια ολότητα με ολόκληρη την εκκλησιαστική-συνοδική έννοια. Ας το πούμε πιο απλά, η κάθε επαρχία παρουσιάζει μια Τοπική Εκκλησία, ενώ το μητροπολιτικό και πατριαρχικό σύστημα της διοικήσεως εμφανίστηκε μετά, εξαιτίας της ανάγκης της ανύψωσης του εκκλησιαστικού οργανισμού στο πιο ψηλό επίπεδο. Η Επαρχία Ράσκας-Πριζρένης και Κοσσόβου-Μετοχίας μας, δέχθηκε επίθεση από τους σύγχρονους εχθρούς της Ορθοδοξίας (από τους μεταρρυθμιστές και τους οικουμενιστές), αλλά παρά αυτήν τη δυστυχισμένη περίσταση, με επικεφαλής τον Επίσκοπο Αρτέμιο η Επαρχία έμενε αποφασιστικά στο δρόμο των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, βασισμένη στην ισχυρή πρόθεση μέχρι το τέλος να διατηρεί την αποστολική και πατερική, εκκλησιαστική και συνοδική ορθόδοξη πίστη, η οποία ομολογείτο από όλους τους ορθόδοξους, πάντα και παντού.
Ώστε να εκπληρώσει η Επαρχία μας αυτή την εξυψωμένη ιεραποστολή, πρέπει να διατηρηθεί η συνέχεια της διατήρησης, του κηρύγματος, της ομολογίας της Ορθοδοξίας και της μυστηριακής ζωής μέσα σ’ αυτή, και αυτό πραγματοποιείται μέσω του καθιερωμένου εκκλησιαστικού κλήρου με επικεφαλής τον επίσκοπο. Λοιπόν, δεν είναι αρκετό σ’αυτή την περίπτωση να είμαστε σταθεροί σχετικά με την ομολογία της ορθόδοξης πίστεως, αλλά χρειάζεται να δρούμε σύμφωνα με τις εντολές της πίστης αυτής, δηλαδή να ασφαλίζουμε τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας σύμφωνα με τη δική της παράδοση του κανονικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διατηρηθεί η συνέχεια της ύπαρξης και της πράξης του εκκλησιαστικού κλήρου. Και αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα – η ορθόδοξη θρησκεία και η μυστηριακή-συνοδική ζωή της Εκκλησίας, η “ψυχή“ και το “σώμα“ της Εκκλησίας, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω, ώστε να μπορεί η Εκκλησία να υπάρχει και να ζει εντελώς σαν ολόκληρο τον άνθρωπο. Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με την αναφερόμενη άποψη ανωτέρω, δεν θέλοντας να σχεδιάζουμε τίποτα “με το δικό μας τρόπο σκέψης“, αλλά να δρούμε σύμφωνα με την εκατονταετή εμπειρία της Εκκλησίας και με την παράδοση των Αγίων Πατέρων, χρησιμοποιήσαμε την ιερά κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η παράδοση αυτή αφορά τις περιστάσεις που είναι παρόμοιες με τη σημερινή περίσταση, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, έχουμε ανακαλύψει τα επόμενα γεγονότα, τα οποία θα παρουσιάσουμε παρακάτω.
Η χειροτονία του Χωρεπισκόπου Ναούμ. Αριστερά ο Επίσκοπος Αρτέμιος, δεξιά ο Χωρεπίσκοπος Ναούμ.
Η γενικά αποδεκτή κανονική αρχή στην Εκκλησία είναι ότι οι Ιεροί Κανόνες ορίστηκαν για τη διευθέτηση της λειτουργίας της Εκκλησίας στις συνηθισμένες περιστάσεις, και ως τέτοιοι, οι Κανόνες τελείως ισχύουν μόνο στις συνηθισμένες περιστάσεις, όταν η Εκκλησία χαίρεται στην ευλογημένη ειρήνη.
Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Χωρεπίσκοπος Μάξιμος, ο Επίσκοπος Αρτέμιος, ο Χωρεπίσκοπος Ναούμ, ο Χωρεπίσκοπος Νικόλαος.
Στην εκκλησιαστική ιστορία, όμως, βλέπουμε ότι στην εποχή του ανθίσματος και της εξάπλωσης της Εκκλησίας στους πρώτους αιώνες, είχαν εμφανιστεί πολλές αντιξοότητες και ταλαιπωρίες. Εκτός από το γενικό διωγμό από την ειδωλολατρική εξουσία εκείνες τις μέρες, μια από τις μεγαλύτερες αντιξοότητες ήταν το πλήθος των αιρέσεων, οι οποίες είχαν ξεσκίσει την Εκκλησία και είχαν δημιουργήσει ταραχές, σχίσματα και όλο το κακό για την Εκκλησία, το οποίο η αίρεση (ως ιδέα και πράξη του ίδιου του σατανά) μπορεί να προκαλέσει. Η Εκκλησία, ώστε να αντεπεξέρχεται με τις αιρέσεις και τους διωγμούς, τους οποίους είχε υποστεί από τους αθεϊστικούς αιρετικούς και τους άλλους εχθρούς του Θεού, αναγκάστηκε να χαράξει και να δημιουργήσει στη δική της ιερά παράδοση το αξίωμα του χωρεπισκόπου. Η Εκκλησία, ως στοργική μήτηρ, γέννησε και δημιούργησε την κανονική παράδοση της χειροτονίας του χωρεπισκόπου από τη πλευρά του επισκόπου μιας επαρχίας, όταν στην εποχή της μάχης για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας ταυτόχρονα, χρειάστηκαν περισσότεροι επίσκοποι ακόμη και στο επίπεδο μιας επαρχίας. Οι χωρεπίσκοποι αποτελούν, λοιπόν, το μέρος της παράδοσης, η οποία έχει βγει από την αιματηρή και μακριά μάχη της Εκκλησίας με τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, όταν για την Εκκλησία η νίκη πάνω στις αιρέσεις, πάνω στους αιρετικούς και πάνω σε άλλους διώκτες ήταν η πιο σημαντική. Καθώς ένας επίσκοπος δεν μπορούσε να τους νικήσει μόνος του, αυτός, για τις ανάγκες της επαρχίας του, χειροτονούσε τους χωρεπισκόπους, δηλαδή τους επισκόπους-συλλειτουργούς, οι οποίοι τον βοηθούσαν σ’ αυτή τη μάχη κι οι οποίοι αποτελούσαν το μέρος του κλήρου της επαρχίας. Το κύριο όπλο σε αυτή τη μάχη ήταν το κήρυγμα της Ορθοδοξίας, και με αυτό τον τρόπο, η αντίσταση στην αιρετική ψεύτικη πίστη και το ξερίζωμα της αίρεσης, ενώ οι ιεροκήρυκες ήτανε οι ορθόδοξοι επίσκοποι κι οι χωρεπίσκοποι με τους κληρικούς τους.
Ως εκ τούτου, στο απόγειο της μάχης με τις αιρέσεις, με τους αιρετικούς και με άλλους διώκτες της Ορθοδοξίας, στο χώμα (μουσκεμένο με το μαρτυρικό αίμα) της μαρτυρικής εμπειρίας της Εκκλησίας, σε εκείνη τη δύσκολη μάχη, βλάστησε το αναφερόμενο αξίωμα του χωρεπισκόπου- επισκόπου, τον οποίο ο επαρχιακός επίσκοπος είχε διορίσει στις πόλεις και στα μέρη, γύρω από τη μητροπολιτική του έδρα. Την αρχαιότητα και την μακριά παράδοση της ύπαρξης του αξιώματος του χωρεπισκόπου στην Εκκλησία τεκμηριώνουν οι εξής κανόνες: ο κανόνας Η΄ της Πρώτης Συνόδου της Νίκαιας, ο κανόνας ΙΔ’ της Δεύτερης Σύνοδου της Νικαίας, ο κανόνας ΙΓ΄ της Συνόδου της Άγκυρας, ο κανόνας ΙΔ’ της Συνόδου της Νεοκαισαρείας, ο κανόνας Ι΄ της Συνόδου της Αντιοχείας, ο κανόνας ΝΖ’ της Συνόδου της Λαοδικείας, ο κανόνας ΠΘ’ του αγίου Μεγάλου Βασιλείου.
Ξέροντας ότι η Επαρχία μας βρέθηκε στις παρόμοιες περιστάσεις, στις οποίες η Εκκλησία βρέθηκε συχνά κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, δηλαδή μέσα στη μάχη με τις αιρέσεις και τους αιρετικούς και μέσα στο διωγμό της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας του Θεού, διδαχτήκαμε από την αναφερόμενη εμπειρία των μαχητών για την καθαρότητα της Ορθοδοξίας (των Αγίων Πατέρων) και από την επιστήμη τους, και καταφύγαμε κι εμείς σ’ αυτή την ιερά παράδοση της χειροτονίας του χωρεπισκόπου για ανάγκες επιβίωσης της Εκκλησίας και της μάχης με τις καινούργιες αιρέσεις. Την δραστηριότητα αυτή, σύμφωνα με την ιερά κανονική παράδοση της Εκκλησίας, αποδεχθήκαμε ως αγιοπατερική λύση για την τωρινή δύσκολη κατάσταση, όπου βρέθηκαν η Επαρχία μας και η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Τη λύση αυτή επιβάλλει και το γεγονός ότι η κατάσταση όλο και περισσότερο είναι χειρότερη.
Λοιπόν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα λόγια και το αναφερόμενο στόχο, χειροτονήθηκε ο Χωρεπίσκοπος Νικόλαος με την επίσημη του έδρα στο Νόβι Παζάρ, αλλά με την πραγματική προσωρινή έδρα (εξαιτίας του διωγμού) στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στη Λόζνιτσα, κοντά στο Τσάτσακ. Επιλέξαμε την έδρα με αυτό τον τρόπο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η Επαρχία μας καθώς και όλος ο κλήρος βρίσκονται στην εξορία, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου μας είναι εκτός από τα κανονικά σύνορα της Επαρχίας μας. Με αυτόν τον τρόπο, εντός της Επαρχίας μας, συνεχίζουμε τη μάχη για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας του Χριστού, υψώνοντας το επίπεδο της ετοιμότητας μάχης ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά, μη δημιουργώντας κάποια νέα ιεραρχία ή κάποια άλλη Εκκλησία, αλλά μόνο ενδυναμώνοντας τον κλήρο της Επαρχίας Ράσκας-Πριζρένης και Κοσσόβου-Μετοχίας μας.
Ο Επίσκοπος Αρτέμιος
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι αυτό το αξίωμα του χωρεπισκόπου δεν υπήρχε μέχρι τώρα στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, πρέπει να εξηγήσουμε πιο λεπτομερώς τι σημαίνει ο χωρεπίσκοπος αυστηρά στην κανονική έννοια της λέξης αυτής.
Ο χωρεπίσκοπος είναι επίσκοπος στη μικρή πόλη, το συχνότερο στο χωριό. Για το σκοπό του χωρεπισκόπου, το καλύτερο μιλάει ο κανόνας ΙΔ’ της Συνόδου της Νεοκαισαρείας. Ο κανόνας αυτός ρητά μιλάει ότι ο χωρεπίσκοπος διορίζεται κατά το παράδειγμα των Εβδομήκοντα Αποστόλων, ως συλλειτουργός του επαρχιακού επισκόπου με την ειδικά φροντίδα για φτωχούς.
Ο Χωρεπίσκοπος Νικόλαος
Εξηγώντας αυτό, ο μεγάλος ρωσικός ειδικός του εκκλησιαστικού δικαίου ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης, στο έργο του “Το γενικό πρόγραμμα του εκκλησιαστικού δικαίου“, λέει: “οι χωρεπίσκοποι ούτω ονομάζονται βεβαίως ώστε να διαφοροποιηθούν από τους κύριους επαρχιακούς επισκόπους, οι οποίοι είναι κληρονόμοι των Δώδεκα Αποστόλων, αλλά η διαφορά αυτή εννοείται μόνο στα συμφραζόμενα της εκκλησιαστικής διοίκησης, όπου οι χωρεπίσκοποι τηρούσαν την κατώτερη θέση από εκείνη των επαρχιακών επισκόπων, ενώ στο επίπεδο του ιερατικού αξιώματος και των πνευματικών επισκοπικών δικαιωμάτων δεν υπάρχει κανένας λόγος χωρισμού των χωρεπισκόπων από τους άλλους επισκόπους, επειδή οι χωρεπίσκοποι είχαν το επισκοπικό αξίωμα καθώς και οι άλλοι επίσκοποι – όλοι οι επίσκοποι είναι εξίσου κληρονόμοι των Αγίων Αποστόλων“ ( I, σ. 371).
Πάντα η Εκκλησία τηρούσε την αρχή που λέει – μόνο ένας επίσκοπος μπορεί να υπάρχει σε μια πόλη (επαρχία). Ωστόσο, πολλοί κανόνες και ιστορικά τεκμήρια (για παράδειγμα, η Επιστολή προς Κορινθίους του Κλήμεντος Ρώμης) δείχνουν πως εκτός από τον επίσκοπο της πόλεως (ολόκληρης επαρχίας) υπήρχε ως συλλειτουργός και βοηθός του επισκόπου στο προάστειο μικρό μέρος ο χωρεπίσκοπος, ο οποίος ήταν απολύτως ίσος, όσον αφορά τη χάρη και την αποστολική διαδοχή, με τον επίσκοπο της πόλεως.
Το διωγμό που είχε υποστεί η Εκκλησία κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων, όσο από τη πλευρά των ειδωλολατρών τόσο (ακόμα περισσότερο) από τη πλευρά των αιρετικών, προκάλεσε την ανάγκη για τους χωρεπισκόπους. Η Ορθοδοξία έπρεπε να διατηρηθεί. Το γεγονός ότι το αξίωμα του χωρεπισκόπου εμφανίστηκε κυρίως από την ανάγκη για τη μάχη με τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, το σαφέστερο δείχνει η εξήγηση του κανόνα ΙΓ΄ της Πρώτης Τοπικής Συνόδου της Άγκυρας του Επισκόπου Νικόδημου Μήλας: “Οι χωρεπίσκοποι αναφέρονται για πρώτη φορά στους κανόνες σε αυτόν τον κανονα της Συνόδου της Άγκυρας, έτσι στις αρχές του 4ου αιώνα… Το δεύτερο τεκμήριο έχουμε στην εκκλησιαστική ιστορία του Ευσέβιου, η οποία μιλάει για την Σύνοδο το 269 στην Αντιοχεία… και στο μήνυμα της Συνόδου αυτής αναφέρονται οι επίσκοποι των κοντινών μερών και των πόλεων μαζί με τους πρεσβυτέρους, ενώ στις εξηγήσεις… ο εκδότης λέει πως αυτοί οι ἐπίσκοποι τῶν ὁμόρων ἀγρῶν… ήτανε χωρεπίσκοποι. Ο τρόπος, με τον οποίο για τους χωρεπισκόπους μιλάει ο κανόνας αυτός κι οι άλλοι κανόνες του πρώτου μισού του 4ου αιώνα, δείχνει ότι οι χωρεπίσκοποι στην εποχή εκείνη ήταν παρά πολύ γνωστοί ήδη με τις καθορισμένες αρμοδιότητες, δηλαδή ότι το αξίωμα του χωρεπισκόπου αναφέρεται στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας. Το αξίωμα αυτό προκάλεσαν οι ίδιες οι περιστάσεις στην Εκκλησία στην εποχή εκείνη. Για να διαδοθεί ο χριστιανισμός όσο το δυνατόν περισσότερο και για να εμποδιστεί ειδικά η αιρετική διδαχή του γνωστικισμού στην πρώτη εποχή της Εκκλησίας, διορίστηκαν παντού, ακόμη και στα μικρότερα μέρη οι ορθόδοξοι επίσκοποι, οι οποίοι είχαν το καθήκον να κηρύττουν τη θρησκεία του Χριστού, να δυναμώσουν το λαό εντός της θρησκείας αυτής, να ενθαρρύνουν τον κλήρο στη μάχη εναντίον των αιρετικών, να διορίζουν παντού τους πρεσβυτέρους και τους άλλους κληρικούς. Επομένως, υπήρχαν οι επίσκοποι της πόλεως και οι επίσκοποι του χωριού (δηλαδή οι χωρεπίσκοποι)“ (Правила Православне Цркве – с тумачењима, епископ Никодим Милаш, књига 2, Нови Сад 1896. год, стр. 15).
Η εξουσία του χωρεπισκόπου είναι αυστηρά ορισμένη. Επειδή, “χωρεπισκόποις μὴ ἐξεῖναι πρεσβυτέρους ἢ διακόνους χειροτονεῖν, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρεσβυτέρους πόλεως, χωρὶς τοῦ ἐπιτραπῆναι ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου μετὰ γραμμάτων, ἐν ἑτέρᾳ παροικίᾳ“ (ο κανόνας ΙΓ΄ της Συνόδου της Άγκυρας).
Ο Χωρεπίσκοπος Μάξιμος
Στον κανόνα “ἐν ἑτέρᾳ παροικίᾳ“ εννοείται ως προάστιο – το χωριό και η περιοχή στην οποία βρίσκεται το χωριό, δηλαδή η περιοχή που δεν δόθηκε στον αναφερόμενο χωρεπίσκοπο. Ο χωρεπίσκοπος μπορούσε ανεξάρτητα να διορίζει τους κατώτερους κληρικούς για το χωριό του, στις αρχές ακόμη και τους διακόνους ή τους πρεσβυτέρους χωρίς άδεια του επισκόπου της πόλεως, στον οποίο το χωριό αυτό ανήκε. Με τη γραπτή άδεια του αρμόδιου επισκόπου ο χωρεπίσκοπος μπόρεσε να χειροτονήσει ακόμη και στην πόλη, και αυτό επιβεβαιώνει την επισκοπική του χάρη.
Ύστερα, η εξουσία του χωρεπισκόπου περιορίστηκε ακόμα περισσότερο μέσω της άδειας του επισκόπου της πόλεως. Ο χωρεπίσκοπος μπορούσε ανεξάρτητα να χειροτονεί τους κατώτερους κληρικούς στη δική του περιοχή, αλλά τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους – δεν μπορούσε να το κάνει ακόμη και στο χωριό του (στην περιοχή του) χωρίς άδεια και συλλειτουργία του επισκόπου της πόλεως (της επαρχίας) (δείτε τον κανόνα Ι΄ της Συνόδου της Αντιοχείας).
Αν τηρείται ο κανόνας αυτός εντελώς, ο επίσκοπος της πόλεως θα ήταν ο κύριος διαχειριστής των εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων στη δική του επαρχία, καθώς στην πόλη ούτω στα χωριά της επαρχίας του. Με αυτό τον τρόπο, θα τηρούνταν η αρχή “ ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν“ (ο κανόνας Η΄ της Πρώτης Συνόδου της Νίκαιας).
Μετά, κατά τη διάρκεια των ειρηνικών εποχών στην ιστορία της Εκκλησίας, γινόταν ότι οι χωρεπίσκοποι δεν τηρούσαν τις κανονικές ρήτρες για τον περιορισμό της εξουσίας τους σχετικά με τον επαρχιακό επίσκοπο. Ώστε να αντιμετωπίζουν αυτές τις ανωμαλίες, οι Πατέρες έφεραν τον κανόνα Ι΄ της Συνόδου της Αντιοχείας που λέει:
“Τοὺς ἐν ταῖς κώμαις, ἢ ταῖς χώραις, ἢ τοὺς καλουμένους χωρεπισκόπους, εἰ καὶ χειροθεσίαν εἶεν ἐπισκόπου εἰληφότες, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ εἰδέναι τὰ ἑαυτῶν μέτρα, καὶ διοικεῖν τὰς ὑποκειμένας αὐτοῖς ἐκκλησίας, καὶ τῇ τούτων ἀρκεῖσθαι φροντίδι καὶ κηδεμονίᾳ, καθιστᾶν δὲ ἀναγνώστας, καὶ ὑποδιακόνους, καὶ ἐφορκιστάς, καὶ τῇ τούτων ἀρκεῖσθαι προαγωγῇ· μήτε δὲ πρεσβύτερον, μήτε διάκονον χειροτονεῖν τολμᾶν δίχα τοῦ ἐν τῇ πόλει ἐπισκόπου, ᾗ ὑπόκεινται αὐτός τε καὶ ἡ χώρα. Εἰ δὲ τολμήσειέ τις παραβῆναι τὰ ὁρισθέντα, καθαιρεῖσθαι αὐτὸν καὶ ἧς μετέχει τιμῆς. Χωρεπίσκοπον δὲ γίνεσθαι ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως, ᾗ ὑπόκειται, ἐπισκόπου“.
Σε αυτόν τον κανόνα είναι σημαντική η ρήτρα σύμφωνα με την οποία ο χωρεπίσκοπος διορίζεται από τον επίσκοπο της πόλεως, στον οποίο υποτάσσεται ο χωρεπίσκοπος και η περιοχή του.
Η ρήτρα αυτή δημιουργήθηκε από τη μεγάλη ανάγκη του εκκλησιαστικού συστήματος και παρουσιάζει την παρέκκλιση από την κανονική αρχή πως ο επίσκοπος χειροτονείται απ’ ολόκληρη τη Συνόδο ή από τους τουλάχιστον δύο ή τρεις επισκόπους (δείτε τον κανόνα Α´ των Αγίων Αποστόλων, τον κανόνα Δ´ και τον κανόνα ΣΤ´ της Πρώτης Συνόδου της Νίκαιας).[2]
Η λέξη “διορίζεται“ στο Νομοκανόνα του Αγίου Σάββα της Σερβίας είναι πραγματικά “поствление“ και έχει μόνο μια έννοια – η μύηση στο αξίωμα, που στα ελληνικά λένε “χειροτονία“, δηλαδή “χειροθεσία“.
Εξαιτίας της σαφήνειας, θα αναφέρουμε επίσης την επεξήγηση της ρήτρας αυτής του Βαλσαμών στο Σύνταγμα, τομ. Γ´, σ. 143-144, την οποία μεταφράζουμε από τα ρωσικά: “Επειδή κάποιοι έχουν προσπαθήσει, εξαιτίας της αλαζονείας τους, να χειροτονηθούν από το μητροπολίτη ή από τον πατριάρχη χωρίς να κάνουν έκκληση στους τοπικούς επισκόπους, αυτό απαγορεύτηκε, και καθορίστηκε πως ο χωρεπισκοπός διορίζεται από τον επίσκοπο της πόλεως, ώστε να υποτάσσεται σ’ αυτόν, και να μην υποτιμήσει τον επίσκοπο ως κάποιον που δεν έχει χειροτονήσει αυτόν ως χωρεπίσκοπο“.[3]
Ο Χωρεπίσκοπος Ναούμ
Εξαιτίας της σημαντικότητας της επεξήγησης αυτής θα αναφέρουμε την ίδια την επεξήγηση στην ελληνική πηγή: “Έπεί δέ τινες ἐσπούδαζον ἐξ ἀλαζονείας χειροθεσίαν χωρεπισκόπου λαβεῖν άπό μητροπολίτου ἤ πατριάρχου, μή ἐπιστρεφόμενοι τῶν ἐγχωρίων ἐπισκόπων ἐκωλύθη καί τοῦτο, καί ὡρίσθη παρά τοῦ ἐπισκόπου τῆς πόλεως γίνεσθαι τόν επίσκοπον, ἵνα ὑπόκειται αὐτῷ, καί μή καταφρονῇ τούτου, ώς μή δεδωκότος αὐτῷ τήν χειροθεσίαν τοῦ ἀξιώματος“ (Σύνταγμα των Θείων κι Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και πανευφήμων Αποστόλων…, τομ. Γ’, 1853, σ. 143.).
Αυτό δεν σημαίνει μόνο τον καθορισμό του τόπου για τη λειτουργεία, αλλά τη μύηση στο αξίωμα του χωρεπισκόπου, δηλαδή την χειροτονία. Έχοντας πάρει το δικαίωμα να χειροτονήσει το χωρεπίσκοπο, ο επίσκοπος της πόλεως πήρε και το δικαίωμα να τον δικάζει. Με αυτό, επιβεβαιώθηκε η αρχαία αρχή του κανονικού δικαίου: ποιος διορίζει, τέτοιος απολύει. Και αυτό είναι η αιτία της δημιουργίας τέτοιας ρήτρας.
Η παρέκκλιση από την αρχή ότι τον επίσκοπο διορίζει ολόκληρη η Σύνοδος ή τουλάχιστον οι δύο ή τρεις επίσκοποι δεν μαρτυρεί μόνο για την αναγκαιότητα αποφυγής της ακαταστασίας στην Εκκλησία και διατήρησης της απαράβατης εξουσίας του επαρχιακού επισκόπου στη δική του επαρχία, αλλά πάνω απ’ όλα για την ανάγκη, την οποίαν είχε η Εκκλησία σχετικά με την εξυπηρέτηση του χωρεπισκόπου.
Καθώς ο διωγμός της Εκκλησίας έχει κοπάσει, ούτω η επιρροή των πρεσβυτέρων αυξήθηκε. Μερικές Τοπικές Εκκλησίες, δεν έχοντας την εμφανή ανάγκη για τους χωρεπισκόπους, δημιουργούν τους εξής δύο κανόνες: τον κανόνα ΝΖ’ της Συνόδου της Λαοδικείας, ο όποιος λέει ότι στα μικρά μέρη πρέπει να χειροτονηθούν οι πρεσβύτεροι, και τον κανόνα ΣΤ’ της εν Σαρδική Συνόδου, ο όποιος επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό αυτόν και επιβάλλει να μη διορίζονται οι επίσκοποι στα μικρά μέρη όπου ένας πρεσβύτερος είναι αρκετός, για να μην εξευτελιστεί το επισκοπικό αξίωμα με αυτόν τον τρόπο.
Λοιπόν, οι αναφερόμενοι κανόνες λένε ότι το επισκοπικό αξίωμα δεν αξίζει να διορίζονται οι επίσκοποι στα μικρά μέρη ή στα χωριά εάν είναι αρκετά για τις ανάγκες του λαού να διορίζονται οι περιοδεύοντες ιερείς, δηλαδή οι πρωθιερείς.
Η Συνόδος της Λαοδικείας, όμως, λέει πως οι υπάρχοντες χωρεπίσκοποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς άδεια του επισκόπου της πόλεως. Με άλλα λόγια, οι υπάρχοντες χωρεπίσκοποι δεν χάνουν ούτε την αξιοπρέπεια ούτε την αξίωμα, ούτε μεταφέρονται στις μεγάλες πόλεις, ούτε η κατάσταση τους θεωρείται ως μην κανονική.
Αυτό είναι σημαντικό να καταλαβαίνουμε τον χαρακτήρα της ρήτρας του εν λόγω κανόνα ΝΖ’ της Συνόδου της Λαοδικείας και του κανόνα ΣΤ’ της εν Σαρδική Συνόδου. Αυτοί δεν έχουν τον υποχρεωτικό χαρακτήρα, ο όποιος θα ακύρωνε το χωρεπίσκοπο ως κάποιο μην κανονικό αξίωμα. Ο διορισμός ή μη διορισμός των χωρεπισκόπων είναι θέμα της εκκλησιαστικής ανάγκης. Οι χωρεπίσκοποι με βάση την ανάγκη εμφανίστηκαν και με βάση την ανάγκη υπήρξαν ως το 2014 στην Εκκλησία της Κύπρου.
Η Επαρχία Ράσκας-Πριζρένης καί Κοσσόβου-Μετοχίας διώχθηκε από τη δική της περιοχή Ράσκας, Κοσσόβου και Μετοχίας. Διώχθηκε από τις ηνωμένες δυνάμεις της οικουμενιστικής ιεραρχίας του Πατριαρχείου στο Βελιγράδι και της προηγούμενης κοσμικής κρατικής εξουσίας της Δημοκρατίας της Σερβίας (οι οποία ήταν, παρεμπιπτόντως, φιλική προς τους οικουμενιστές) σε συνεργασία με την εξουσία της κατοχής του Κοσσυφοπέδιου. Ο Επίσκοπος της Επαρχίας, οι μοναχοί, οι ιερείς και οι λαϊκοί βρήκαν το καταφύγιο στη Σερβία, στα μικρά μέρη, στις κατακόμβες, όπου τους πλησίασαν οι άλλοι ιερείς και ο λαός, επιθυμούντες την αληθινή αγιοσαββαϊτική επιστήμη.
Με μεγάλη εξάπλωση και συνεχή πολλαπλασιασμό του ποιμνίου, χειροτέρεψε η διαχείριση των εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων στην Επαρχία Ράσκας-Πριζρένης και Κοσσόβου-Μετοχίας στην εξορία. Αυτό προκάλεσε την ουσιαστική ανάγκη για το διορισμό του χωρεπισκόπου, κανονικά εξαρτώμενου από τον Επίσκοπο Ράσκας-Πριζρένης στην εξορία Αρτέμιο, ο όποιος τον διόρισε. Η χειροτονία αυτή δεν υβρίζει το επισκοπικό αξίωμα επειδή η περιοχή Σταροράσκας που δόθηκε στο χωρεπίσκοπο, είναι πραγματικά η περιοχή της αρχαίας Επαρχίας Ράσκας (αρχύτερα ήταν η Μητρόπολη), και συμπεριλαμβάνει τους δήμους – το Νόβι Παζάρ και το Τούτιν, ενώ στην κατάσταση του διωγμού, του χωρεπισκόπου Νικόλαου δόθηκε η διαχείριση των κατακομβών και των πιστών στην περιοχή του δήμου Τσάτσακ, και στις εξής περιφέρειες (οκρούγκ) της Σερβίας: Ζλάτιμπορ, Μοραβίτσα, Ράσκα, Ρασίνα, Τοπλίτσκι οκρούγκ, Νισαβά, Γιαμπλάνιτσα, Πτσίνια, και Πίροτ. Επίσης, η υπόληψη εντός του πιστού λαού, την οποία απολαμβάνει η κατακόμβη, που του δόθηκε ως προσωρινή έδρα (η μονή του Αγίου Νικολάου στη Λοζνίτσα κοντά στο Τσατσάκ), ειναι αμέσως πίσω από την υπόληψη που απολαμβάνει η προσωρινή έδρα του Επισκόπου Ράσκας-Πριζρένης και Κοσσόβου-Μετοχίας στην εξορία (η μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, στο Λιούλιατσι).
Κανένας κανόνας δεν παραβιάστηκε με τη χειροτονία του χωρεπισκόπου Νικόλαου, καθώς δεν θα παραβιαστεί μέσω του διορισμού και των άλλων χωρεπισκόπων, αν οι εκκλησιαστικές περιστάσεις στην Επαρχία Ράσκας-Πριζρένης στην εξορία θα απαιτήσουν αυτό. Με αυτόν τον τρόπο, καθαρά, χωρίς συμβιβασμό, προστατεύεται η Ορθοδοξία από την παναίρεση του οικουμενισμού.
Από το γραφείο
του Επισκόπου της Ράσκας-Πριζρένης και Κοσσόβου-Μετοχίας στην εξορία
+ Αρτεμίου
(μετέφρασε στα ελληνικά ο Μάρκο Πεϊκοβιτς)
——————————————————————-
[1] Στο μεταξύ, χειροτονήθηκαν οι δυο άλλοι Χωρεπίσκοποι – ο Χωρεπίσκοπος Μάξιμος και ο Χωρεπίσκοπος Ναούμ.
[2] Τη ρήτρα αυτή ο Νικόδημος Μιλάς δεν έχει αναφέρει καλά, ούτε την έχει εξηγήσει, αν και αυτή αξίζει την προσοχή. Στο έργο του Μήλας η αναφερόμενη ρήτρα λέει: “…Ο χωρεπίσκοπος όμως θα καθοριστεί στο δικό του μέρος της εξυπηρέτησης από τον επίσκοπο εκείνης της πόλεως, από την οποία εξαρτάται εκείνο το μέρος“. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά της ρήτρας αυτής του Μήλας δεν βρίσκεται σε καμία κανονική συλλογή. Επίμαχο ήταν για το Μήλας να μεταφράσει τη λέξη “διορίζεται“ (στα σερβικά “поставља се“).
[3]„А как некоторые из тщеславия, старались получить рукоположение в хорепископы от митрополита, или от патриарха, не обращаясь к местным епископам; то запрещено и это, и определено, чтобы хорепископ был поставляем от епископа города, дабы был в подчинении ему и не уничижал его, как не давшего ему рукоположения в сей сан.“ Αυτό το ρωσικό απόσπασμα είναι παρμένο από την ιστοσελίδα: http://agioskanon.ru/sobor/011.htm